- ελλοβόκαρπος
- έλλοβος, ος , ον бот. стручковый;
τα ελλοβόκαρπα — железистоплодные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα ελλοβόκαρπα — железистоплодные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐλλοβόκαρπος — bearing fruit in a pod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλοβόκαρπος — η, ο (βοτ.) 1. που ο καρπός του αναπτύσσεται μέσα σε λοβό (π.χ. το κουκί, το φασόλι κ.ά.). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ελλοβόκαρπα τέτοια φυτά, θάμνοι ή πόες, του αθροίσματος των δικοτυλήδονων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλοβόκαρπα — τα (Α ἐλλοβόκαρπος, ον) νεοελλ. τα χεδρωπά ή ψυχανθή με τεράστια ποικιλία ειδών αρχ. (για φυτό) αυτός τού οποίου ο καρπός βρίσκεται μέσα σε λοβό … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
χεδροπός — όν, Α [χεδροπά] πιθ. ελλοβόκαρπος … Dictionary of Greek